- ὀλιγότοκος
- ὀλῐγότοκ-ος, ον,A bringing forth few, Id.PA688a32, GA753a31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολιγοτόκος — ο (Α ὀλιγοτόκος, ον) αυτός που γεννά λίγα τέκνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + τόκος (< τόκος < τίκτω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek
ὀλιγοτόκοις — ὀλιγότοκος bringing forth few masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοτόκων — ὀλιγότοκος bringing forth few masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
ολιγοτοκώ — ὀλιγοτοκῶ, έω (Α) [ολιγοτόκος] γεννώ λίγα τέκνα … Dictionary of Greek